αποστομωσις

αποστομωσις
    ἀποστόμωσις
    ἀπο-στόμωσις
    -εως ἥ открывание
    

(τῶν πόρων Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποστομωσις" в других словарях:

  • ἀποστομώσεις — ἀποστόμωσις laying open fem nom/voc pl (attic epic) ἀποστόμωσις laying open fem nom/acc pl (attic) ἀποστομόω stop the mouth of aor subj act 2nd sg (epic) ἀποστομόω stop the mouth of fut ind act 2nd sg ἀ̱ποστομώσεις , ἀποστομόω stop the mouth of… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστόμωσιν — ἀποστόμωσις laying open fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστόμωση — η (Α ἀποστόμωσις) νεοελλ. το να κλείνει κανείς το στόμα κάποιου, να τον κάνει να μη μπορεί να μιλήσει αρχ. η διάνοιξη των πόρων του σώματος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»